óculo - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

óculo - translation to ρωσικά

Óculo (arquitetura)

óculo         
увеличительный оптический прибор (напр., микроскоп, телескоп, бинокль), зрительная труба, оптическая труба, (мор.) орудийный порт, вентиляционное отверстие, светопропускное отверстие
óculo         
орудийный порт
óculo         
{m}
орудийный порт

Ορισμός

Óculo
m.
Instrumento, armado de lentes, para auxiliar a vista.
Orifício circular, nas paredes de alguns edifícios, para entrar nestes a luz e o ar.
Abertura nas portinholas dos navios, pela qual se enfiam os canos das peças.
Binóculo.
Prov.
Abertura na terra, por onde se dá luz a uma mina.
M. pl.
Luneta, de cujas extremidades saem hastes, que se adaptam à parte posterior da orelha.
(Lat. "oculus")

Βικιπαίδεια

Óculo

Óculo designa um elemento de arquitetura, sendo uma abertura na fachada ou no interior que pode ser redonda ou de outras formas, localizada geralmente acima de uma abertura principal ou inclusa em frontões e frontispícios.